- εφοδευτικως
- ἐφοδευτικῶςἐφ-οδευτικῶςпутем умозаключения, в порядке вывода Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εφοδευτικώς — ἐφοδευτικώς (Α) επίρρ. επιτροχάδην, ως εν παρόδω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *εφοδευτικός (< εφοδευτής)] … Dictionary of Greek
ἐφοδευτικῶς — by tracing an argument indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)